Ετυμολογία

επεξεργασία
Βουκάτιος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Βουκάτιος αρσενικό

  • Ο Βουκάτιος ήταν όνομα μήνα της αρχαιότητας στην Κεντρική Ελλάδα (π.χ. Δελφοί)