Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρταξέρξης <  αρχαία ελληνική Ἀρταξέρξης < αρχαία περσική 𐎠𐎼𐎫𐎧𐏁𐏂𐎠 (Artaxšaça)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρταξέρξης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ιστορία) όνομα βασιλέων της αρχαίας Περσίας