Αρκοί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρκοί < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρκοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- επιμέρους μικρή συστάδα νησίδων των Δωδεκανήσων του Αιγαίου Πελάγους
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αρκοί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρκοί
|