Αντίφωνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αντίφωνα < αντίφωνα < αρχαία ελληνική ἀντίφωνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
Αντίφωνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) σειρά χριστιανικών φράσεων και εκκλησιαστικών στοίχων που ψάλλονται διαδοχικά κατ΄ αντιφωνία από τους δύο χορούς στις ιερουργίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Σημειώσεις επεξεργασία
- τα αντίφωνα είναι τρία που το καθένα επαναλαμβάνεται από ένα ύμνο τον καλούμενο εφύμνιο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αντίφωνα
|