Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αμπντελκαρίμ < λείπει η ετυμολογία

  Μεταγραφή επεξεργασία

Αμπντελκαρίμ αρσενικό