Ετυμολογία

επεξεργασία
şişlemek < şiş + -le + -mek

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃiʃ.lɛˈmɛc/

şişlemek (tr)

  • μαχαιρώνω με βελόνα (μεταλλικό εργαλείο για πλέξιμο)

Παράγωγα

επεξεργασία