Ετυμολογία

επεξεργασία
ŝminki < ŝmink- + -i
ρήμα ŝminki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝminkas ŝminkanta ŝminkata
αόριστος ŝminkis ŝminkinta ŝminkita
μέλλοντας ŝminkos ŝminkonta ŝminkota
υποθετική ŝminkus - -
προστακτική ŝminku - -

ŝminki (eo)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

sxminki, shminki, s'minki