ŝanceliĝonta

Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ŝanceliĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος ŝanceliĝi