Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

łabędzi śpiew (pl) < łabędzi (pl) + śpiew (pl)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

łabędzi śpiew (pl) αρσενικό