Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Äthiopier (de) αρσενικό (θηλυκό Äthiopierin)

  • Lua error in Module:labels at line 89: attempt to index field '?' (a nil value). ο Αιθίοπας