withhold
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | withhold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | withholds |
αόριστος | withheld |
παθητική μετοχή | withheld, withholden |
ενεργητική μετοχή | withholding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
withhold (en)