reserve
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
reserve | reserves |
reserve (en)
- εφεδρικές δυνάμεις
Επίθετο επεξεργασία
reserve (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | reserve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reserves |
αόριστος | reserved |
παθητική μετοχή | reserved |
ενεργητική μετοχή | reserving |
reserve (en)
- επιφυλάσσομαι
- επιφυλάσσω
- ↪ A great future is reserved for you.
- Σου επιφυλάσσεται λαμπρό μέλλον.
- ≈ συνώνυμα: await, be in store
- ↪ A great future is reserved for you.
- κρατώ
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 331, 477-478. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιφυλάσσω, κρατώ