Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός waste
συγκριτικός more waste
υπερθετικός most waste

waste (en)

  1. έρημος ή άγονος (τόπος, έδαφος κλπ.)
  2. άχρηστος
  3. σκάρτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
waste wastes

waste (en)

  1. το απόβλητο
  2. το κουφάρι
  3. το σκουπίδι
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη trash
  4. η σπατάλη
    It’s a waste of time/money/energy.
    Είναι σπατάλη χρόνου/χρήματος/ενέργειας.
  5. ο ερημότοπος, η ερημιά

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας waste
γ΄ ενικό ενεστώτα wastes
αόριστος wasted
παθητική μετοχή wasted
ενεργητική μετοχή wasting

waste (en)

  1. κατασπαταλώ
  2. χαραμίζω
     συνώνυμα: blow, squander

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία