ερημιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερημιά | οι | ερημιές |
γενική | της | ερημιάς | των | ερημιών |
αιτιατική | την | ερημιά | τις | ερημιές |
κλητική | ερημιά | ερημιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερημιά < αρχαία ελληνική ἐρημία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερημιά θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έρημος