Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

solitude (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μοναξιά, η κατάσταση όταν είμαι μόνος, ειδικά όταν το βρίσκω ευχάριστο
    I am fond of solitude.
    Μου αρέσει η μοναξιά.
    The solitude of the forest.
    H μοναξιά του δάσους.
     συνώνυμα:  loneliness και seclusion

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
solitude solitudes

solitude (fr) θηλυκό