Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wagon (en)

  1. άμαξα με τέσσερις τροχούς που τη σέρνουν άλογα
  2. (ΗΠΑ, Αυστραλία) ένα αυτοκίνητο τύπου station wagon



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

wagon < αγγλική wagon

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wagon (fr) αρσενικό