Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαγόνι τα βαγόνια
      γενική του βαγονιού των βαγονιών
    αιτιατική το βαγόνι τα βαγόνια
     κλητική βαγόνι βαγόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
παλιό βαγόνι αμαξοστοιχίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαγόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική vagone < γαλλική wagon < αγγλική wagon

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈɣo.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαγόνι ουδέτερο

  1. σιδηροδρομικό όχημα χωρίς δική του μηχανή, μέρος ενός συρμού
  2. (συνεκδοχικά) φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε ένα σιδηροδρομικό όχημα

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία