Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

volatility < volatile + -ity

  Ουσιαστικό επεξεργασία

volatility (en)

  1. (συχνά κακόσημο) η αστάθεια, η ιδιότητα σε ένα άτομο να αλλάζει εύκολα από τη μια διάθεση στην άλλη
    The volatility of his character does not create a sense of trust.
    Η αστάθεια του χαρακτήρα του δε σου δημιουργεί αίσθημα εμπιστοσύνης.
  2. η αβεβαιότητα, η αστάθεια, μια κατάσταση που είναι πιθανό να αλλάξει ξαφνικά
    the volatility of the market - η αβεβαιότητα της αγοράς
    the price volatility - η αστάθεια των τιμών
  3. η πτητικότητα, η ιδιότητα ορισμένων υγρών ή στερεών σωμάτων να μετατρέπονται εύκολα σε αέριο
    Ether is a liquid with a high volatility.
    Ο αιθέρας είναι ένα υγρό με μεγάλη πτητικότητα.

  Πηγές επεξεργασία