πτητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτητικότητα < πτητικός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική volatilité[1] [2])
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτητικότητα θηλυκό
- (σπάνιο) η ιδιότητα του πτητικού
- (χημεία) η ιδιότητα υγρών ή στερεών να εξαερώνονται γρήγορα και εύκολα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πτητικότητα
- ↑ πτητικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πτητικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας