Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɒl.əˌtaɪ.(ə)l/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈvɑl.ə.tl/ & /ˈvɑl.əˌtaɪ.əl/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο επεξεργασία

volatile (en)

  1. ασταθής
  2. εκρηκτικός
  3. πτητικός (που εξατμίζεται εύκολα)
  4. (πληροφορική) συνήθως αναφέρεται στην μνήμη (ηλεκτρονικής συσκευής, υπολογιστή, κλπ.) που χάνει το περιεχόμενό της με την διακοπή της ηλεκτρικής τροφοδοσίας (βλ. volatile memory)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • volatile στην αγγλική Βικιπαίδεια  



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
volatile volatiles

  Επίθετο επεξεργασία

volatile (fr) αρσενικό ή θηλυκό