Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

voisement < voisé

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vwaz.mɑ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
voisement voisements

voisement (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία