Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρθρωση οι αρθρώσεις
      γενική της άρθρωσης* των αρθρώσεων
    αιτιατική την άρθρωση τις αρθρώσεις
     κλητική άρθρωση αρθρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρθρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρθρωση < (ελληνιστική κοινή) ἄρθρωσις < αρχαία ελληνική ἄρθρον < ἀραρίσκω (συνενώνω, συνάπτω)
 
Αρθρώσεις του ανθρώπινου σώματος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρθρωση θηλυκό

  1. η σύνδεση μελών του σώματος
  2. το σημείο όπου γίνεται η σύνδεση μελών του σώματος, η κλείδωση
    υποφέρω από πόνους στις αρθρώσεις των ποδιών
  3. ο τρόπος προφοράς των φθόγγων, των συλλαβών
    οι ηθοποιοί πρέπει να έχουν καθαρή άρθρωση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια