ταλάντωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταλάντωση | οι | ταλαντώσεις |
γενική | της | ταλάντωσης* | των | ταλαντώσεων |
αιτιατική | την | ταλάντωση | τις | ταλαντώσεις |
κλητική | ταλάντωση | ταλαντώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταλαντώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταλάντωση < αρχαία ελληνική ταλάντωσις < ταλαντόομαι / ταλαντοῦμαι < τάλαντον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈlan.do.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταλάντωση θηλυκό
- (φυσική) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταλαντώνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταλάντωση