utilise
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | utilise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | utilises |
αόριστος | utilised |
παθητική μετοχή | utilised |
ενεργητική μετοχή | utilising |
Ρήμα επεξεργασία
utilise (en)
- (βρετανική, μη οξφορδιανή γραφή) αξιοποιώ
Άλλες γραφές επεξεργασία
- utilize (αμερικανική, οξφορδιανή γραφή)