Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιοποιώ < άξιος + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αξιοποιώ, πρτ.: αξιοποιούσα, στ.μέλλ.: θα αξιοποιήσω, αόρ.: αξιοποίησα, παθ.φωνή: αξιοποιούμαι, μτχ.π.π.: αξιοποιημένος

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία