Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
use uses

use (en)

  1. η χρήση
  2. η σημασία, μια συγκεκριμένη λέξη ή φράση, που χρησιμοποιείται με συγκεκριμένη σημασία
    The verb “to run” has many uses.
    Το ρήμα “τρέχω” έχει πολλές σημασίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sense

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας use
γ΄ ενικό ενεστώτα uses
αόριστος used
παθητική μετοχή used
ενεργητική μετοχή using

use (en)

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία