use
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
use | uses |
use (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | use |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uses |
αόριστος | used |
παθητική μετοχή | used |
ενεργητική μετοχή | using |
use (en)
ενικός | πληθυντικός |
use | uses |
use (en)
ενεστώτας | use |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uses |
αόριστος | used |
παθητική μετοχή | used |
ενεργητική μετοχή | using |
use (en)