Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tenkey < ten + key

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tenkey (en)

  • (πληροφορική) βλ. συνώνυμο numpad (αριθμητικό πληκτρολογίδιο)
    ※  Using the tenkey really helped her enter the data quickly and accurately. [1]
    «Η χρήση του αριθμητικού πληκτρολογιδίου την βοήθησε πραγματικά να εισαγάγει τα δεδομένα γρήγορα και με ακρίβεια.»

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • tenkey στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (αγγλικά) Adult Education, σελ. 45. Προσπέλαση 2020-05-12