Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός key
συγκριτικός more key
υπερθετικός most key

key (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
key keys

key (en)

  1. το κλειδί
  2. το πλήκτρο
  3. ο τόνος
  4. (πληροφορική) το κλειδί, όρος που χρησιμοποιείται στις δομές δεδομένων και στην κρυπτογράφηση
  5. (βάσεις δεδομένων) το κλειδί
     συνώνυμα: candidate key

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

στις βάσεις δεδομένων:

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • key στην αγγλική Βικιπαίδεια  
  • Ο όρος key ως πρώτο συνθετικό πολλών σύνθετων όρων της Αγγλικής και η απόδοσή του στα ελληνικά, ΕΛΕΤΟ, σελ. 98

  Πηγές επεξεργασία