tame
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | tame |
συγκριτικός | tamer |
υπερθετικός | tamest |
tame (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | tame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tames |
αόριστος | tamed |
παθητική μετοχή | tamed |
ενεργητική μετοχή | taming |
tame (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- tame - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- tame - Oxford Learner's Dictionaries