κοινότοπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινότοπος < κοινοτοπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < κοινός + τόπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική commonplace < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική locus communis)
Επίθετο επεξεργασία
κοινότοπος, -η, -ο
- που αποτελεί κοινοτοπία, ο χωρίς πρωτοτυπία (κατ' επέκταση, ο κλισέ)
- (υπονοείται συχνά:) ανιαρός
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κοινοτοπία
- → δείτε τις λέξεις κοινός και τόπος