stupeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stupeur | stupeurs |
stupeur (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η νάρκωση
- αυτή η κατάσταση, όπου το πρόσωπο παραμένει ανέκφραστο
- η κατάπληξη
ενικός | πληθυντικός |
stupeur | stupeurs |
stupeur (fr) θηλυκό