anéantissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anéantissement | anéantissements |
anéantissement (fr) αρσενικό
- η εξολόθρευση, ο εκμηδενισμός, ο αφανισμός, η συντριβή, η εξόντωση