Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκμηδενισμός οι εκμηδενισμοί
      γενική του εκμηδενισμού των εκμηδενισμών
    αιτιατική τον εκμηδενισμό τους εκμηδενισμούς
     κλητική εκμηδενισμέ εκμηδενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμηδενισμός < (μαρτυρείται από το 1871) εκμηδενίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκμηδενισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκμηδενίζω
    • πλήρη καταστροφή ή εξάλειψη
    • η ανυπαρξία, η μη ύπαρξη
      • ο θάνατος όπως ορίζει η νευροεπιστήμη, η μηδενική συνειδητότητα του κλινικά νεκρού εγκεφάλου χωρίς την υιοθέτηση μεταφυσικών παρατάσεων οποιασδήποτε συνειδησιακής κατάστασης
    • (μεταφορικά) η πλήρης αποδυνάμωση κάποιου, η αχρήστευσή του

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία