αχρήστευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχρήστευση | οι | αχρηστεύσεις |
γενική | της | αχρήστευσης* | των | αχρηστεύσεων |
αιτιατική | την | αχρήστευση | τις | αχρηστεύσεις |
κλητική | αχρήστευση | αχρηστεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αχρηστεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχρήστευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αχρηστεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχρήστευση
|