Δείτε επίσης: αχρησία, αχρήστευση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχρηστία οι αχρηστίες
      γενική της αχρηστίας των αχρηστιών
    αιτιατική την αχρηστία τις αχρηστίες
     κλητική αχρηστία αχρηστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχρηστία < αρχαία ελληνική ἀχρηστία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχρηστία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του άχρηστου
  2. η ιδιότητα του αχρησιμοποίητου
     συνώνυμα: αχρησία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία