αχρηστεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχρηστεύω < (ελληνιστική κοινή) ἀχρηστεύω (=δεν χρησιμοποιώ, δεν είμαι σε χρήση) με επιρροή από τη λέξη άχρηστος
Ρήμα επεξεργασία
αχρηστεύω
- καθιστώ κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
- δεν χρησιμοποιώ, βάζω στο περιθώριο
- χαλάω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αχρηστεύω | αχρήστευα | θα αχρηστεύω | να αχρηστεύω | αχρηστεύοντας | |
β' ενικ. | αχρηστεύεις | αχρήστευες | θα αχρηστεύεις | να αχρηστεύεις | αχρήστευε | |
γ' ενικ. | αχρηστεύει | αχρήστευε | θα αχρηστεύει | να αχρηστεύει | ||
α' πληθ. | αχρηστεύουμε | αχρηστεύαμε | θα αχρηστεύουμε | να αχρηστεύουμε | ||
β' πληθ. | αχρηστεύετε | αχρηστεύατε | θα αχρηστεύετε | να αχρηστεύετε | αχρηστεύετε | |
γ' πληθ. | αχρηστεύουν(ε) | αχρήστευαν αχρηστεύαν(ε) |
θα αχρηστεύουν(ε) | να αχρηστεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αχρήστεψα | θα αχρηστέψω | να αχρηστέψω | αχρηστέψει | ||
β' ενικ. | αχρήστεψες | θα αχρηστέψεις | να αχρηστέψεις | αχρήστεψε | ||
γ' ενικ. | αχρήστεψε | θα αχρηστέψει | να αχρηστέψει | |||
α' πληθ. | αχρηστέψαμε | θα αχρηστέψουμε | να αχρηστέψουμε | |||
β' πληθ. | αχρηστέψατε | θα αχρηστέψετε | να αχρηστέψετε | αχρηστέψτε | ||
γ' πληθ. | αχρήστεψαν αχρηστέψαν(ε) |
θα αχρηστέψουν(ε) | να αχρηστέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αχρηστέψει | είχα αχρηστέψει | θα έχω αχρηστέψει | να έχω αχρηστέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αχρηστέψει | είχες αχρηστέψει | θα έχεις αχρηστέψει | να έχεις αχρηστέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αχρηστέψει | είχε αχρηστέψει | θα έχει αχρηστέψει | να έχει αχρηστέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αχρηστέψει | είχαμε αχρηστέψει | θα έχουμε αχρηστέψει | να έχουμε αχρηστέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αχρηστέψει | είχατε αχρηστέψει | θα έχετε αχρηστέψει | να έχετε αχρηστέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αχρηστέψει | είχαν αχρηστέψει | θα έχουν αχρηστέψει | να έχουν αχρηστέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αχρηστεύομαι | αχρηστευόμουν(α) | θα αχρηστεύομαι | να αχρηστεύομαι | ||
β' ενικ. | αχρηστεύεσαι | αχρηστευόσουν(α) | θα αχρηστεύεσαι | να αχρηστεύεσαι | (αχρηστεύου) | |
γ' ενικ. | αχρηστεύεται | αχρηστευόταν(ε) | θα αχρηστεύεται | να αχρηστεύεται | ||
α' πληθ. | αχρηστευόμαστε | αχρηστευόμαστε αχρηστευόμασταν |
θα αχρηστευόμαστε | να αχρηστευόμαστε | ||
β' πληθ. | αχρηστεύεστε | αχρηστευόσαστε αχρηστευόσασταν |
θα αχρηστεύεστε | να αχρηστεύεστε | (αχρηστεύεστε) | |
γ' πληθ. | αχρηστεύονται | αχρηστεύονταν αχρηστευόντουσαν |
θα αχρηστεύονται | να αχρηστεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αχρηστεύτηκα | θα αχρηστευτώ | να αχρηστευτώ | αχρηστευτεί | ||
β' ενικ. | αχρηστεύτηκες | θα αχρηστευτείς | να αχρηστευτείς | αχρηστεύσου | ||
γ' ενικ. | αχρηστεύτηκε | θα αχρηστευτεί | να αχρηστευτεί | |||
α' πληθ. | αχρηστευτήκαμε | θα αχρηστευτούμε | να αχρηστευτούμε | |||
β' πληθ. | αχρηστευτήκατε | θα αχρηστευτείτε | να αχρηστευτείτε | αχρηστευτείτε | ||
γ' πληθ. | αχρηστεύτηκαν αχρηστευτήκαν(ε) |
θα αχρηστευτούν(ε) | να αχρηστευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αχρηστευτεί | είχα αχρηστευτεί | θα έχω αχρηστευτεί | να έχω αχρηστευτεί | αχρηστευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αχρηστευτεί | είχες αχρηστευτεί | θα έχεις αχρηστευτεί | να έχεις αχρηστευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αχρηστευτεί | είχε αχρηστευτεί | θα έχει αχρηστευτεί | να έχει αχρηστευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αχρηστευτεί | είχαμε αχρηστευτεί | θα έχουμε αχρηστευτεί | να έχουμε αχρηστευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αχρηστευτεί | είχατε αχρηστευτεί | θα έχετε αχρηστευτεί | να έχετε αχρηστευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αχρηστευτεί | είχαν αχρηστευτεί | θα έχουν αχρηστευτεί | να έχουν αχρηστευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αχρηστευμένος - είμαστε, είστε, είναι αχρηστευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αχρηστευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αχρηστευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αχρηστευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αχρηστευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αχρηστευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αχρηστευμένοι |
Σημείωση: Αόριστος αχρήστεψα και (λογιότερα) αχρήστευσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχρηστεύω
|