εξόντωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξόντωση | οι | εξοντώσεις |
γενική | της | εξόντωσης* | των | εξοντώσεων |
αιτιατική | την | εξόντωση | τις | εξοντώσεις |
κλητική | εξόντωση | εξοντώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξοντώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξόντωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξοντώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξόντωση