sponsor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sponsor | sponsors |
sponsor (en)
- ανάδοχος
- ο εισηγούμενος μια πρόταση
- χορηγός, σπόνσορας
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | sponsor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sponsors |
αόριστος | sponsored |
παθητική μετοχή | sponsored |
ενεργητική μετοχή | sponsoring |
sponsor (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sponsor < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor
Ουσιαστικό επεξεργασία
sponsor (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sponsor (ro) αρσενικό