savoir-vivre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
savoir-vivre (fr) αρσενικό άκλιτο
- (παρωχημένο) οδηγός συμπεριφοράς
- η συμπεριφορά κάποιου που γνωρίζει και εφαρμόζει τους κανόνες της ευγένειας
savoir-vivre (fr) αρσενικό άκλιτο