Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

politesse < αρχαία ιταλική politezza < polito

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɔ.li.tɛs/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
politesse politesses

politesse (fr) θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία