Δείτε επίσης: εὐγένεια, εὐγενία, ευγενία, Ευγένεια, Ευγενία, Εὐγενία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευγένεια οι ευγένειες
      γενική της ευγένειας
ευγενείας
των ευγενειών
    αιτιατική την ευγένεια τις ευγένειες
     κλητική ευγένεια ευγένειες
Η λόγια γενική ενικού ευγενείας,
σε εκφράσεις όπως πληθυντικός ευγενείας.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευγένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐγένεια (ευγενική καταγωγή, ευγένεια πνεύματος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική noblesse[1]< ευ + -γένεια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈvʝe.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐γέ‐νει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευγένεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ευγενικού
    συμπεριφέρεται πάντοτε με ευγένεια, ακόμα και όταν είναι εκνευρισμένος
  2. η ιδιότητα του ευγενούς, το να ανήκει κάποιος σε αυτή την κοινωνική τάξη
    τίτλος ευγενείας
  3. (προσφώνηση, παρωχημένο) η ευγένειά σας: ως προσφώνηση
    Θα ήθελε η ευγένειά σας να μας εξηγήσει τους λόγους της διαφωνίας σας;
     συνώνυμα: ευγενία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία