saccus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- saccus < αρχαία ελληνική σάκκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
saccus αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saccus | saccī |
γενική | saccī | saccōrum |
δοτική | saccō | saccīs |
αιτιατική | saccum | saccōs |
κλητική | sacce | saccī |
αφαιρετική | saccō | saccīs |