σάκκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σάκκος | οι | σάκκοι |
γενική | του | σάκκου | των | σάκκων |
αιτιατική | τον | σάκκο | τους | σάκκους |
κλητική | σάκκε | σάκκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάκκος < αρχαία ελληνική σάκκος ή σάκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάκκος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σάκκος | οἱ | σάκκοι |
γενική | τοῦ | σάκκου | τῶν | σάκκων |
δοτική | τῷ | σάκκῳ | τοῖς | σάκκοις |
αιτιατική | τὸν | σάκκον | τοὺς | σάκκους |
κλητική ὦ! | σάκκε | σάκκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σάκκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σάκκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάκκος < δάνειο σημιτικής προέλευσης , πιθανόν φοινικικό. Δείτε και σάκκος στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάκκος, -ου αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- (Χρειάζεται ετυμολογικό πεδίο)
Πηγές επεξεργασία
- σάκκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σάκκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.