τσουβάλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουβάλι | τα | τσουβάλια |
γενική | του | τσουβαλιού | των | τσουβαλιών |
αιτιατική | το | τσουβάλι | τα | τσουβάλια |
κλητική | τσουβάλι | τσουβάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσουβάλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوال (çuval) (τουρκικά çuval) < περσική گوال (goval, σάκος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσουβάλι ουδέτερο
- μεγάλος σάκος από κάνναβη ή άλλο υλικό, για αποθήκευση ή μεταφορά πραγμάτων
- το περιεχόμενο ενός τσουβαλιού(1) ή η ποσότητα που χωράει ένα τσουβάλι
- (μεταφορικά) ρούχο ή ύφασμα κακής ποιότητας ή αισθητικής, συνήθως πιο μεγάλο απ’ ό,τι πρέπει
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- με το τσουβάλι: (λαϊκότροπο) σε πολύ μεγάλη ποσότητα
- βάζω στο ίδιο τσουβάλι (λαϊκότροπο)
- αντιμετωπίζω όλα ή όλους με τον ίδιο τρόπο, έστω κι αν το καθένα ξεχωριστά απαιτεί ειδική αντιμετώπιση
- εξαπατώ, παραπλανώ