Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουβάλι τα τσουβάλια
      γενική του τσουβαλιού των τσουβαλιών
    αιτιατική το τσουβάλι τα τσουβάλια
     κλητική τσουβάλι τσουβάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσουβάλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوال (çuval) (τουρκικά çuval) < περσική گوال (goval, σάκος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσουβάλι ουδέτερο

  1. μεγάλος σάκος από κάνναβη ή άλλο υλικό, για αποθήκευση ή μεταφορά πραγμάτων
  2. το περιεχόμενο ενός τσουβαλιού(1) ή η ποσότητα που χωράει ένα τσουβάλι
     συνώνυμα: τσουβαλιά
  3. (μεταφορικά) ρούχο ή ύφασμα κακής ποιότητας ή αισθητικής, συνήθως πιο μεγάλο απ’ ό,τι πρέπει

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία