sac
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sac (en)
- (φυσιολογία) κοιλότητα του σώματος που μοιάζει με σάκο ή ασκό και περιέχει υγρό· θύλακας, κύστη
- amniotic sac - αμνιακός σάκος
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sac | sacs |
sac (fr) αρσενικό