βαλάντιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαλάντιο | τα | βαλάντια |
γενική | του | βαλάντιου & βαλαντίου |
των | βαλάντιων & βαλαντίων |
αιτιατική | το | βαλάντιο | τα | βαλάντια |
κλητική | βαλάντιο | βαλάντια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλάντιο < αρχαία ελληνική βαλάντιον[1] ή βαλλάντιον[2] με απλοποίηση των <λλ> < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλάντιο ουδέτερο
- το πορτοφόλι, το πουγκί
- η οικονομική δυνατότητα κάποιου, η αγοραστική ικανότητα
- δεν μπορούμε ν’ αγοράσουμε αυτό το σπίτι, δεν είναι για το βαλάντιό μας
Άλλες γραφές επεξεργασία
- ετυμολογική γραφή με δύο <λλ> κατά τον αρχαίο τύπο [3]
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βαλάντιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)