Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bourse < δημώδης λατινική bursa (δέρμα)

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bourse bourses

bourse (fr) θηλυκό

  1. το πορτοφόλι, το πουγκί, το βαλάντιο,το πουγγί
  2. (μετονυμία) το χρήμα
  3. η υποτροφία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bourse < ίσως από το όνομα ενός ξενοδοχείου της οικογένειας Van der Burse, στην πόλη Brugge

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bourse bourses

bourse (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία