rigide
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rigide | rigides |
rigide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rigido | rigidi |
θηλυκό | rigida | rigide |
rigide (it)