rigidité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rigidité | rigidités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
rigidité (fr) θηλυκό
- η ακαμψία, η δυσκαμψία
- (μεταφορικά) το ανένδοτο ενός χαρακτήρα
- (κατ’ επέκταση) η οπισθοδρομικότητα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη rigide