pointer
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pointer | pointers |
pointer (en)
- δείκτης
- ένας από τους δείκτες ενός ρολογιού ή ο δείκτης (που μοιάζει με βελόνα) ενός αναλογικού οργάνου μέτρησης
- το λαγωνικό
- (κυρίως στον πληθυντικό) σύντομη και μικρή συμβουλή, υπόδειξη
- (πληροφορική), (GUI) ο δρομέας, ο κέρσορας, ο δείκτης
- (προγραμματισμός) δείκτης, είδος μεταβλητής
- ≈ συνώνυμα: reference
- υπώνυμα: dangling pointer, function pointer, null pointer
Δείτε επίσης επεξεργασία
- pointer στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
pointer (fr)